Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῇ καθάρσει

См. также в других словарях:

  • καθάρσει — κάθαρσις cleansing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθάρσεϊ , κάθαρσις cleansing fem dat sg (epic) κάθαρσις cleansing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπουργώ — ὑπουργῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. είμαι υπουργός (μσν.αρχ.) 1. προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον (α. «σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν», Ηρόδ. β. «μισθὸς ἐργάτου ὑπουργοῡντος Σάρατι κονιατῇ», πάπ.) 2. ενισχύω, προάγω κάτι (α. «ὑπουργῆσαι τῷ πράγματι», Φώτ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»